-
1 ἐλλύτας
Grammatical information: m.Meaning: name of something baked, kind of cake, `Kringel, Brezel' (Thera)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Connected with εἰλύω (s. v.), either from the verbal stem (Ϝ)ελυ- or from the present-stem Ϝελνυ- or the perfect stem ϜεϜλῡ-. Other attempts to accomodate the different forms by Solmsen Unt. 240. Also Bechtel Dial. 1, 304. The connection with εἰλύω may well be wrong; the interchange λ\/λλ rather points to a Pre-Greek word; so the word will have started with *ely-Page in Frisk: 1,500-501Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλλύτας
См. также в других словарях:
πλακούς — Σαρκώδης μάζα με σπογγώδη σύσταση και στρογγυλό σχήμα, που αποτελεί μέρος του ωού των θηλαστικών. Με τη μια από τις επιφάνειές του συμφύεται με το εσωτερικό τοίχωμα της μήτρας και με την άλλη δέχεται τα ομφαλικά αγγεία, διαιρείται δε σε πολλούς… … Dictionary of Greek
χόριο — το / χόριον, ΝΜΑ ο τελευταίος προς τα έξω υμένας που περιβάλλει το έμβρυο νεοελλ. 1. (εμβρυολ. ανατ.) ο εξώτατος εμβρυογενής υμένας τού εμβρύου, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον βλεννογόνο τής μήτρας 2. ανατ. α) το πυκνό και ανθεκτικό στρώμα τού… … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek